Σικανός

Σικανός
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος στρατηγός, που πήρε μέρος εναντίον των Αθηναίων στην εκστρατεία της Σικελίας. Αρχικά οι Συρακούσιοι τον είχαν στείλει με δεκαπέντε πλοία στον Ακράγαντα, όπου είχε γίνει στάση, για να επαναφέρει την πόλη στη συμμαχία τους. Ο Σ. απέτυχε, γιατί ενώ βρισκόταν στη Γέλα, είχε εξοριστεί η φιλικά προς τους Συρακούσιους διακείμενη μερίδα. Αργότερα έγινε αρχηγός του ναυτικού των Συρακούσιων μαζί με τον Αγάθαρχο, και εισηγήθηκε τον αποκλεισμό του αθηναϊκού στόλου στο λιμάνι των Συρακουσών, πράγμα που ανάγκασε τους Αθηναίους να κάψουν τα πλοία τους. 2. Έλληνας αγγειογράφος (530 - 480 π.Χ.), γνωστός από μια υψίποδη κύλικα, που βρέθηκε στο Βούλτσι της Ιταλίας και είναι τώρα σε μουσείο της Ρώμης.
* * *
ο, ΝΑ [Σικανία]
1. μυθ. γιος τού Βριάρεω και τής Αίτνας, πατέρας, κατά μία άποψη, τών Κυκλώπων, από τον οποίο έλαβαν την ονομασία τους οι Σικανοί
2. αρχαιολ. ο κάτοικος τής Σικελίας
3. στον πληθ. οι Σικανοί
αρχαιολ. λαός τής Σικελίας, οι πρώτοι ιστορικά γνωστοί κάτοικοι της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σικανός — a Sicanian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος στρατηγός, που πήρε μέρος εναντίον των Αθηναίων στην εκστρατεία της Σικελίας. Αρχικά οι Συρακούσιοι τον είχαν στείλει με δεκαπέντε πλοία στον Ακράγαντα, όπου είχε γίνει στάση, για να επαναφέρει την πόλη… …   Dictionary of Greek

  • Σικανοῖς — Σικανός a Sicanian masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικανοί — Σικανός a Sicanian masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικανοῦ — Σικανός a Sicanian masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικανούς — Σικανός a Sicanian masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικανῶν — Σικανός a Sicanian masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικανόν — Σικανός a Sicanian masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικανικόν — Σικανικός a Sicanian masc acc sg Σικανικός a Sicanian neut nom/voc/acc sg Σικανός a Sicanian masc acc sg Σικανός a Sicanian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СИКАН —    • Sicānus,          Σικανός,        1. сын Эксекста, стратег в Сиракузах во время афинской экспедиции, командовал крылом флота. Тщетно он пытался завладеть Акрагантом. Thuc. 6, 73. 46, 50. 70;        2. река в Иберии, которая, по Фукидиду (6,… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”